- πτίλλος
- ό, Αβλ. πτίλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτίλος — και πτιλός και πτίλλος, ό, Α αυτός που πάσχει από την ασθένεια τών ματιών πτίλωσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός τού πτίλωσις. Ο τ. πτίλλος με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ ] … Dictionary of Greek
υπόπτιλ(λ)ος — ον, Α αυτός τού οποίου τα βλέφαρα πάσχουν από ελαφρά φλεγμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτίλος / πτίλλος «αυτός που πάσχει από ασθένεια τών ματιών»] … Dictionary of Greek
ՊՏՂԱԿՆ — ( ) NBH 2 0664 Chronological Sequence: Early classical, 13c, 14c ա. լծ. եւ յն. πτίλλος τοῖς ὁφθαλμοῖς maculosus oculis, lippus եւն. Որոյ աչք են բժոտք կամ տկարք. (որ պէսպէս մեկին առ յոյնս). *Կամ կոյր, կամ շիլ, կամ պտղակն. Ղեւտ. ՟Ի՟Ա. 20: *Պտղակն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)